φουβού

φουβού
η, Ν
(διαλ. τ.) βλ. φουφού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουφού — και φουβού και φουγού, η, Ν φορητό μαγκάλι για μαγείρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fufu < ελλ. φουβού < φουγού < βεν. fogo «φωτιά»] …   Dictionary of Greek

  • φουφού — φουφού, η και φουβού, η και φουγού, η πληθ. ούδες (λ. τουρκ.), κινητό μαγκάλι από λαμαρίνα και πηλό με τρία ή τέσσερα πόδια, χρήσιμο για μαγείρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”